βάζω ρούχα σε κπ, φοράω ρούχα σε κπ περίφρπερίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ. Ρούχα εργασίας – Επαγγελματικά και διαφημιστικά ρούχα, ΜΑΠ χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την http://simong0606.ampedpages.com/Top-Guidelines-Of--31346790